Το 1979 ο Παντελής Σαμπαλιώτης θα πραγματοποιήσει την πρώτη του έκθεση εκτός Ελλάδας στη Ζυρίχη. Τον Σεπτέμβριο του 1980 παρουσίασε τη σειρά «Καρυάτιδες εμιγκρέ» στο Cordes-sur-Ciel, στη νότια Γαλλία. Ένα μέρος το οποίο αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό ορόσημο στην καλλιτεχνική του για αυτόν εξέλιξη. Όχι μόνο όσον αφορά την πρώιμη δουλειά του, αλλά και για τη μετέπειτα για τη σειρά των έργων «Μεταπλάσεις» για το οποίο επιστρέφει το 2006.
«H γυναίκα», είπε ο καλλιτέχνης, «είναι το κυρίαρχο στοιχείο στο μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς μου. Ανάλογα με την περίοδο εκπέμπει μια διαφορετική, μοναδική αξία.» (Από τη συνέντευξη με την Φρόσω Παύλου, περιοδικό Σελίδες, Οκτώβριος 1999, σελ. 44-50).
Οι πρώτες εκθέσεις του 16χρονου εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από την κλίση του προς τον σουρεαλισμό και τον ρεαλισμό. Aλλά ήδη από το 1979, ήταν 24 ετών, βρήκε το ατομικό του προσωπικό στυλ, το υλικό του: λαδοπαστέλ σε χαρτί. Ιδανικό εξάρτημα για τα ταξίδια του – ένα κουτί για τα στυλό παστέλ και ένας φάκελος για το χαρτί. Η ενασχόληση με την αρχαιότητα, με τις πραγματικές του ρίζες, θα τον συνοδεύσει από τώρα και στο εξής. Η στενή του σχέση με τη θάλασσα, η βαθιά του σύνδεση με τη Θεσσαλική γη, με το μπλε του Αιγαίου, με το κόκκινο της γης, όλα αυτά είναι χαρακτηριστικά στοιχεία του έργου του. Ακριβώς όπως η στρογγυλοποίηση, η καμπύλη, η οποία καταπραΰνει οποιαδήποτε ένταση στην επιφάνεια.
Βρήκε το στυλ του και τα θέματα του. Αναπτύσσεται κι εξελίσσεται συνεχώς. Εάν οι Καρυάτιδες στο Cordes το Σεπτέμβριο του 1980 ήταν ακόμη απρόσωπες ομάδες γυναικών που φαίνονται να συγχωνεύονται με τη θάλασσα και τα βράχια, τον Ιανουάριο του 1981 οι «Τρωάδες» στη γκαλερί της Αθήνας Au Roi Soleil επέστρεψαν στη γωνιακή μορφή. Μειωμένες μορφές, συμπληρωμένες με αφηρημένες βάρκες και μια πόρτα, ένα είδος περάσματος. Ο δρόμος για έναν νέο κόσμο, που γι αυτόν ονομαζόταν Ευρώπη … Τον Ιούνιο του 1981 ξαναβρίσκεται στα νότια της Γαλλίας. Στο Chateau du Bosc, Musée d’enfance de Toulouse-Lautrec, παρουσιάσει την σχεδόν παιχνιδιάρικη δουλειά του. Πουλιά εμφανίζονται στην επιφάνεια και οι πρώτες συνθέσεις του προβλέπουν τώρα τη μετέπειτα επαναλαμβανόμενη συγχώνευση προσώπων. Κεφάλια, λεγόμενα διπρόσωπα, που μοιάζουν να αποτελούνται από δύο ή τρία άτομα: μια στιγμή απόλυτης αρμονίας, ισορροπίας, μιας τέλειας ένωσης της ψυχής και του σώματος, των ανδρών και των γυναικών, του νου και του πνεύματος …
Με αυτό το θέμα θα ασχοληθεί επανειλημμένως τα επόμενα χρόνια. Σε αμέτρητα μικρότερα έργα του σε τέμπερα και σε παστέλ. Εκτός από το θέμα της Αρχαιότητας, που τον απασχολούσε από τις Καρυάτιδες και το οποίο συνέχισε να τον ακολουθεί μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80, όπου ασχολήθηκε και πάλι με ένα πιο ρεαλιστικό στυλ: με τη μορφή παραστάσεων με τη θάλασσα, με σκάφη και αμφιθέατρα, από τότε επέστρεψε στην καθαρή πλέον μορφή. Με μια πολύ μεγαλύτερη σαφήνεια και ένα μοτίβο μειωμένο στα βασικά του σημεία.
Διαμένει συχνά μερικούς μήνες στη Βαρκελώνη, στο Παρίσι και στο Βερολίνο. Επέστρεψε ξανά στην Ελλάδα, ταξιδεύοντας εκεί και ζώντας στο νησί της Νάξου για πολλά καλοκαίρια. Στην Αθήνα, στην περιοχή Παγκράτι, έχει ένα μικρό διαμέρισμα. Το στούντιο του, ο τόπος ηρεμίας του όταν δεν είναι στο δρόμο. Σε μια σειρά έργων που εκθέτει στην γκαλερί Dada στην Αθήνα το 1986, θα αναπτύξει το θέμα διπρόσωπα, με πουλιά και φτερά και ένα πολύχρωμο σχέδιο που είναι μάλλον ασυνήθιστο γι’ αυτόν. Το αποτέλεσμα μιας σειράς έργων στα οποία εργάστηκε από τις αρχές μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80, ειδικά τον καιρό που ήταν στη Νάξο: τούτο χαρακτηρίζεται από το στιλ της γρήγορης διαδρομής, της έντονης τάσης προς το αφηρημένο και προς τα νέα θέματα. Η σειρά για την γκαλερί Dada, ωστόσο, είναι λιγότερο «πειραματική» και βρήκε πίο εύκολα αγοραστές.
Ο Παντελής Σαμπαλιώτης περνά τρεις χειμώνες στο Λουντ της Σουηδίας, τα έτη 1985/86/87. Και αφήνεται να εμπνευστεί από τις ατελείωτες νύχτες για την τριλογία «Αρχέγονη νύχτα». Και εδώ είναι η αυξανόμενη αφαίρεση και η διάλυση των μορφών αισθητή. Αναζητώντας το πολύ ιδιαίτερο φως του βορρά, αναπτύσσεται με ταχύ ρυθμό. Εάν το γυναικείο σώμα είναι αρχικά ακόμα ρεαλιστικό, οι μορφές διαλύονται αισθητά κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εργασίας. Στο τέλος της σειράς έργων υπάρχουν έργα φωτός και σκιάς, απροσδιόριστες μορφές.
Ο Σαμπαλιώτης δεν είναι οπαδός της επανάληψης, όπως κατέστησε σαφές σε συνέντευξή του το 2003: ο καλλιτέχνης τονίζει ότι είχε αρκετές στιγμές που πούλησε όμορφη και απλή ζωγραφική. Εάν το είχε επαναλάβει ξανά και ξανά, θα είχε χάσει όλη την ουσία και όλο το ενδιαφέρον του για αυτόν. Ένας συγκεκριμένος τύπος ζωγραφικής ήταν για αυτόν σημαντικός μόνο, εφόσον βρισκόταν σε αυτό μόνο για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. (Μαρία Μιχαλούδη-Αγγέλη, εφημερίδα Πρωινός τύπος, συνέντευξη, από τις 9 Νοεμβρίου 2003).